τριτικάλε

τριτικάλε
το, Ν
άκλ. βοτ. νέο ετήσιο σιτηρό που προέρχεται από διασταύρωση σιταριού και σίκαλης και αντιπροσωπεύει την πρώτη επιτυχία τής γενετικής βελτίωσης τών φυτών για τη δημιουργία ενός νέου καλλιεργούμενου φυτού με τη διασταύρωση ειδών που ανήκουν σε διαφορετικά γένη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”